Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ λεῖος

См. также в других словарях:

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… …   Dictionary of Greek

  • λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… …   Dictionary of Greek

  • λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… …   Dictionary of Greek

  • τρόχμαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (πετρογρ.) βραχώδης μάζα που έχει αποσπαστεί από ένα κύριο βραχώδες σώμα και είναι ελαφρώς αποστρογγυλωμένη ή λειασμένη, αλλ. λίθος μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ τρόχμαλοι και ως ουδ. τὰ τρόχμαλα φράχτης από πέτρες, ξερολιθιά αρχ. (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μεταξένιος — α, ο (Μ μεταξένιος, α, ον) [μετάξι] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός 2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά») …   Dictionary of Greek

  • χιονοκρυστάλλινος — ον, Μ (για πρόσ.) αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι και λείος σαν το κρύσταλλο, δηλαδή ο πολύ ωραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κρύσταλλος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • αλαβάστρινος — η, ο 1. φτιαγμένος από αλάβαστρο: Του χάρισαν ένα αλαβάστρινο βάζο. 2. άσπρος και λείος σαν το αλάβαστρο: Είχε ένα λαιμό αλαβάστρινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ξυραφίζω — και ξουραφίζω (Μ ξυραφίζω) [ξυράφι] ξυρίζω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξυραφισμένος, η, ο (συνεκδ. για υφάσματα από μαλλί) αυτός που κατά την κατεργασία τού αφαιρέθηκε, τού αποξέστηκε το χνούδι, αχνούδωτος, λείος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»